- πεντηκοντακέφαλος
- πεντηκοντα-κέφᾰλος, ον, = foreg., Simon.203, f. l. in Pi. Fr.93 (ἑκατοντακάρανον cj. Herm.) ; cited from Hes. (v. foreg.) by Sch.S. Tr.1098.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντηκοντακέφαλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντακέφαλος — ον, ΜΑ πεντηκοντακάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] … Dictionary of Greek
πεντηκοντακέφαλον — πεντηκοντακέφαλος masc acc sg πεντηκοντακέφαλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντακέφαλοι — πεντηκοντακέφαλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)